- φτηνοδουλειά
- η1) дешёвая работа; 2) перен. грубо, топорно сделанная вещь; дешёвка (разг )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φτηνοδουλειά — και φθηνοδουλειά, η, Ν 1. δουλειά που απαιτεί μικρή δαπάνη, φτηνή δουλειά 2. ευτελές, κακότεχνο κατασκεύασμα … Dictionary of Greek
φτηνοδουλειά — η 1. φτηνή δουλειά, εργασία που γίνεται με λίγα έξοδα. 2. κακότεχνο κατασκεύασμα που έγινε με φτηνή εργασία, κακοτέχνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθηνοδουλειά — η, Ν βλ. φτηνοδουλειά … Dictionary of Greek
φθηνοδουλειά — η βλ. φτηνοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευτοδουλειά — η ψεύτικη δουλειά, φτηνοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)